Do the Hellenic Gods Exist ? Υπάρχουν οι Έλληνες Θεοί;;
Υπάρχουν Τελικά οι Έλληνες Θεοί;;
Λίγο ως πολύ μας είναι γνωστοί οι Έλληνες Θεοί, οι Θεοί των προγόνων μας.
Ωστόσο οι περισσότεροι από εμάς σήμερα δεν τους θεωρούμε ως αληθινούς Θεούς. Τους βλέπουμε μάλλον ως ήρωες γοητευτικών, γοητευτικότατων ιστοριών – των μύθων – παρά ως πρόσωπα υπερβατικά, σεβάσμια και αξιολάτρευτα…
Κι αυτό μας συμβαίνει επειδή έχουμε μάθει, έχουμε διδαχθεί, έχουμε κατηχηθεί, να θεωρούμε τους Έλληνες Θεούς ως πλάσματα της φαντασίας των προγόνων μας – των αφελών, αφελέστατων προγόνων μας, διότι έτσι μας τους παρουσιάζουν ,οι οποίοι ενώ επινόησαν τις τέχνες και τα γράμματα – την γλυπτική, τη ζωγραφική, την αγγειοπλαστική, την ορχηστική, την αρχιτεκτονική, τη ναυτιλία, τη ναυπηγική, την ιατρική, τη γεωργία, τα μαθηματικά, την αστρονομία, τη γυμναστική, το θέατρο, τη μεταλλουργία, την ποίηση, τον γραπτό λόγο, τη δικαιοσύνη, την έννοια της ελευθερίας και της δημοκρατίας, την φυσική, τη μηχανική, την αυτοματοποιητική, τα μαθηματικά, τη φιλοσοφία, την ατομική θεωρία και τόσα άλλα πράγματα ωφέλιμα για τον βίο του ανθρώπου ή με δυο λόγια όλα όσα συνιστούν την έννοια πολιτισμός – εντούτοις απέτυχαν οι καημένοι – έτσι μας έμαθαν.. να συλλάβουν την… «τέλεια θρησκεία» και λάτρευαν – οι άξεστοι, όπως μας τους είπαν – τα… είδωλα!
Στη συνέχεια το κεφαλαιώδες τούτο «ελάττωμα» των προγόνων μας φρόντισαν – πριν από εμάς για μας – να το «διορθώσουν» κάποιοι κύριοι, ξένοι σ’ αυτό τον τόπο, αμφίβολης πνευματικής καλλιέργειας και συχνά ευτελέστατης ηθικής υποστάθμης αλλά εμπνευσμένοι από μια αχαλίνωτη μισαλλοδοξία.
Η μέθοδός τους υπήρξε απλή:
Κατάγγειλαν όλο τον αρχαίο πολιτισμό ως κατασκεύασμα του Σατανά (τους), απέρριψαν μετά βδελυγμίας το σύνολο της πολιτισμικής προσφοράς των προγόνων μας, έσπασαν όλα τα αγάλματα, διαστρέβλωσαν την ζωγραφική θέτοντας την στην υπηρεσία της ασχήμιας, διατήρησαν μόνον τη χρηστική όψη της αγγειοπλαστικής, απαγόρευσαν την ορχηστική, παραμόρφωσαν την αρχιτεκτονική, υποβάθμισαν τη ναυτιλία και τη ναυπηγική, εξευτέλισαν την ιατρική, εγκατέλειψαν τη γεωργία, καταράστηκαν τα μαθηματικά και την αστρονομία, απαγόρευσαν το θέατρο και τη γυμναστική, περιόρισαν στο ελάχιστο τη μεταλλουργία, εξανάγκασαν την ποίηση και στην μουσική να υπηρετήσουν αποκλειστικά την ένρινη κακοφωνία, έθεσαν τον γραπτό λόγο στην διάθεση της ανεξάντλητης βλακείας, επιβάλανε στη θέση της δικαιοσύνης την αυθαιρεσία, κατάργησαν κάθε έννοια ελευθερίας και δημοκρατίας, απαγόρευσαν τη φυσική, κράτησαν από τη μηχανική και την αυτοματοποιητική μόνον όσα εξυπηρετούσαν τον αυτοκρατορικό εντυπωσιασμό, απαγόρευσαν δια ποινής θανάτου κάθε ενασχόληση με τη φιλοσοφία, ούτε καν υποψιάστηκαν ποτέ την αξία της ατομικής θεωρίας, δεν άφησαν αρχαίο ναό αγκρέμιστο και στη θέση τους ύψωσαν μετά δόξης και τιμής το… ελλείπον παιγνιόχαρτο από την τράπουλα των προγόνων μας: την «τέλεια» θρησκεία.
Όλα αυτά, όπως μας λένε, τα έκαναν προς χάριν της υπερβολικής αγάπης τους για μας. Αυτοδιορίστηκαν «ποιμένες» και μας χάρισαν τον – όχι και τόσο κολακευτικό – προσδιορισμό του «ποιμνίου». Εξαιτίας δηλαδή της αγάπης τους για μας, αποφάσισαν εμείς να βόσκουμε κι αυτοί να μας βόσκουν. Κι ούτε λόγος να γίνεται για την απλή αλήθεια που λέει ότι ποτέ κανένα ποίμνιο, ποτέ κανένα κοπάδι, δεν εκτρέφεται προς όφελος δικό του, αλλά πάντοτε προς όφελος του τσοπάνη!..
Ήρθαν λοιπόν οι τσοπαναραίοι, κι αφού γκρέμισαν όλο τον αρχαίο πολιτισμό – τη δική μας αρχαία κληρονομιά – μας επέβαλαν, χωρίς να μας ρωτήσουν, την «τέλεια» θρησκεία τους.
Εδώ δεν πρόκειται να ασχοληθούμε με δαύτη. Εδώ θα ασχοληθούμε εν συντομία με εκείνη την άλλη, την «ατελή» – όπως την χαρακτήρισαν – θρησκεία των προγόνων μας και θα εξετάσουμε συνοπτικά τις… ατέλειές της, παρόλο που οφείλουμε εξαρχής να της αναγνωρίσουμε ότι αποτελούσε τον άριστο συνδετικό κρίκο όλων εκείνων των λαμπρών εκφράσεων του αρχαίου πολιτισμού, εφόσον πίσω από κάθε καλή τέχνη κρυβόταν και μια Μούσα, πίσω από κάθε τεχνική ο Ήφαιστος, πίσω από κάθε είδος καλλιέργειας της γης η Δήμητρα, πίσω από κάθε σχολή φιλοσοφίας η Αθηνά, πίσω από κάθε νομοθεσία η Θέμις, πίσω από κάθε θεραπευτική μέθοδο ο Ασκληπιός, πίσω από κάθε θεατρική παράσταση ο Διόνυσος, πίσω από κάθε εμπορική δραστηριότητα ο Ερμής κ.ο.κ.
Ποιες ήταν λοιπόν οι θρησκευτικές πεποιθήσεις των προγόνων μας; Μας έχουν μάθει να λέμε και να νομίζουμε ότι «οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν στους Δώδεκα Ολύμπιους και σε άλλους αναρίθμητους Θεούς και Θεές».
Αυτό είναι ψέμα. Το ρήμα «πιστεύω» απουσιάζει παντελώς από την ορολογία των αρχαίων ελληνικών θρησκευτικών πεποιθήσεων. Ο όρος «πίστη» παραπέμπει στην τυφλή αποδοχή ενός αυταρχικού Και ανεξέλεγκτου δόγματος ενώ το επίθετο «πιστός» χαρακτηρίζει μόνον τον δούλο. Οι πρόγονοι μας όμως ήσαν άνθρωποι ελεύθεροι. Δεν «πίστευαν» στις Θεές και τους Θεούς. Απλά τους λάτρευαν. Και η έννοια της λατρείας μας οδηγεί κατευθείαν σε εκείνην του έρωτα.
Διότι μόνον ο ερωτευμένος λατρεύει.
Μόνον ο ερωτευμένος έλκεται από το κάλλος του υποκειμένου των συναισθημάτων του και το λατρεύει, όπως ακριβώς έλκεται η ψυχή από την ευωδιά και την ωραιότητα του σχήματος και των χρωμάτων του άνθους.
Δεν «πίστευαν» λοιπόν οι πρόγονοί μας στις Θεές και τους Θεούς. Αντίθετα τους λάτρευαν διότι ήσαν ερωτευμένοι μαζί τους. Ήσαν ερωτευμένοι με την απαράμιλλη ομορφιά του ελληνικού τοπίου. Ερωτευμένοι με το χάραγμα, ερωτευμένοι με το δειλινό, ερωτευμένοι με τον γαλάζιο ουρανό, ερωτευμένοι με τα μεγαλόπρεπα βουνά, ερωτευμένοι με την πολύτροπη θάλασσα, ερωτευμένοι με τον χρυσαφένιο ζωοδότη Ήλιο, ερωτευμένοι με τη αργυρόμορφη αινιγματική Σελήνη, ερωτευμένοι με τη γονιμοποιό βροχή, ερωτευμένοι με τη νοτισμένη γη, που την καρπίζει η βροχή στα πλαίσια της θεσπέσιας συνουσίας της καταιγίδας.
Οι πρόγονοί μας γνώριζαν ότι κινητήριος δύναμη κάθε έκφρασης της Ζωής είναι η ερωτική έλξη και για τούτο λάτρευαν τον Θεό Έρωτα. Κι επειδή το πρώτο όπλο της ερωτικής έλξης είναι το Κάλλος, οι πρόγονοί μας λάτρευαν την ομορφιά. Οι πρόγονοί μας ήξεραν ότι το μέσο για την κατανόηση του Σύμπαντος Κόσμου είναι η ευφυΐα του νου. Κι επειδή το υπέρτατο κόσμημα του νου είναι η Γνώση, οι πρόγονοί μας λάτρευαν τη σοφία…
Τρεις λέξεις αρκούν για να περικλείσουν όλο τον πλούτο των λατρευτικών συναισθημάτων και όλη την ουσία των αρχαίων θρησκευτικών πεποιθήσεων: Φιλοπατρία, Φιλοκαλία, Φιλοσοφία.
Έρως προς την Πατρίδα, έρως προς το Κάλλος, έρως προς την Σοφία. Και οι ερωτευμένοι πρόγονοί μας με την Πατρίδα, το Κάλλος και τη Σοφία έπλασαν αναρίθμητους μύθους προκειμένου να προσφέρουν στις επόμενες γενιές – και σε μας εν τέλει με τρόπο ποιητικό άρα καλαίσθητο και διαχρονικό όλο το απόσταγμα αναρίθμητων αιώνων λαϊκής γνώσης και εμπειρίας.
Ιδού η αξία των μύθων. Και οι μύθοι βέβαια μας μιλούν για τις Θεές και τους Θεούς
Τι ήσαν λοιπόν οι Έλληνες Θεοί;
Μήπως πλάσματα της φαντασίας και των «ατελών» θρησκευτικών πεποιθήσεων των προγόνων μας ή μήπως κάτι άλλο πολύ πιο σημαντικό;
Μήπως υπέρτατες οντότητες που φώτισαν με τις διδασκαλίες τους, τους απολίτιστους προγόνους των προγόνων μας;
Ή μήπως ποιητικές εκφράσεις των φυσικών δυνάμεων οι οποίες συνιστούν, ορίζουν και διασφαλίζουν τη λειτουργία του! Σύμπαντος Κόσμου;
Οι Έλληνες Θεοί δεν ορίζονται εύκολα.
Περικλείουν έναν τόσον απροσμέτρητο πλούτο εννοιών, γνώσεων και συναισθημάτων, ώστε τόμοι ολόκληροι εμπεριστατωμένων διατριβών δεν θα αρκούσαν προκειμένου να τον καταγράψουν. Οι Έλληνες Θεοί είναι πολύμορφοι, πολυποίκιλοι, πολυεπίπεδοι.
Την μια στιγμή εμφανίζονται ως τρυφεροί σύντροφοι στα όνειρα των παιδιών, ικανοί να τους εμπνεύσουν, διαμέσου της γοητείας της μυθικής αφήγησης, ύψιστα ιδανικά, καθοριστικά για όλο τους τον βίο, την επόμενη παρουσιάζονται ως πρόθυμοι φίλοι και αρωγοί στην κάθε καθημερινή δυσχέρεια των ενηλίκων που τους επικαλούνται, κι έπειτα εμφανίζονται σε όσους το επιθυμούν, ως σοφότατοι και πάντα φιλικοί ιεροφάντες, ικανοί να αποκαλύψουν στους μύστες πλήθος ψηγμάτων αιώνιας κοσμικής σοφίας.
Οι Έλληνες Θεοί δεν βρίσκονται εκτός του Σύμπαντος Κόσμου ούτε κατασκεύασαν τον Κόσμο
Ο Κόσμος τούτος υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει από μόνος του. Οι Θεές και οι Θεοί απλά τον κατοικούν και τον φροντίζουν.
Είτε το θέλουμε είτε όχι, εφόσον θα υπάρχει η Ζωή, θα υπάρχουν και οι Έλληνες Θεοί.
Διότι οι Έλληνες Θεοί είναι ένα και το αυτό με τη Ζωή. Και είναι θέμα δικό μας κι όχι δικό τους, εάν θέλουμε να ευεργετηθούμε από την απόδοση τιμών προς τα πρόσωπά Τους.
Εάν φροντίζουμε, εάν ποτίζουμε, εάν σκαλίζουμε, εάν περιβάλλουμε με αγάπη ένα δέντρο, αυτό θα μας χαρίσει άφθονους καρπούς αλλά και την απόλαυση της ωραίας του όψης.
Εάν το εγκαταλείψουμε αυτό ενδεχομένως θα ξεραθεί αλλά οι σπόροι του θα παραμείνουν αιώνιοι, αναλλοίωτοι, αθάνατοι, έτοιμοι να βλαστήσουν μόλις προκύψουν οι κατάλληλες συνθήκες για να καλύψουν όλη τη Γη με δάση ολόκληρα υπέροχων δέντρων.
Έτσι είναι κι οι Θεοί μας.
Υπάρχουν από μόνοι τους, αιώνιοι, αθάνατοι, αέναοι. Σαν τον Σύμπαντα Κόσμο τον οποίο κατοικούμε και κατοικούν.
Εάν τους φροντίσουμε, θα μας φροντίσουν.
Εάν τους θεραπεύσουμε, θα μας θεραπεύσουν.
Εάν τους ερωτευθούμε, θα μας ερωτευτούν!..
Από το βιβλίο του Μάριου Βερέττα «ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΕΛΛΗΝΑΣ»
Η λέξη πιστεύω για εμάς σημαίνει το "ΝΩΜΙΖΟΜΕΝ" και εμείς λατρεύουμε τους θεούς μας.
Όλοι οι αρχαίοι μας φιλόσοφοι είναι οι Πατέρες του ελληνικού έθνους. Όλοι αυτοί είναι και οι θεολόγοι της Ελληνικής Εθνικής Θρησκείας μας. Φιλόσοφοι όπως ο Όμηρος, ο Ορφέας, ο Ισίδιος, ο Πυθαγόρας, ο Σωκράτης, ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης είναι μόνο ένας μικρός αριθμός που έρχονται στο νου.
Τα σπουδαία φιλοσοφικά τους έργα αποτελούν για εμάς τους Έλληνες, την Παλαιά και τη Νέα Διαθήκη μας. Μας καθοδηγούν στην καθημερινή μας ζωή, πώς να ζήσουμε μια καλή και εποικοδομητική ζωή προς όφελος όλης της ανθρωπότητας. Μας εμπνέουν να ζήσουμε μια αρετή ζωή και να επιδιώξουμε την υψηλότερη δυνατή αρετή.
Οι αρχαίοι προπάτορες και πρόγονοί μας, μας έχουν κληροδοτήσει με μια πολύ πλούσια κληρονομιά που μας προσφέρει λύσεις σε όλα τα σύγχρονα προβλήματα και προκλήσεις μας !!
Είναι λοιπόν καθήκον μας να μελετήσουμε και να ερευνήσουμε τα κείμενά τους, τα οποία είναι πολύ πλούσια με πολύτιμες γνώσεις.
...................................................................................
Do the Hellenic Gods Exist After All ?
The Hellenic Gods are more or less known to us as the Gods of our ancestors. However, most of us nowadays do not regard them as real Gods. We perhaps see them as heroes in charming, very fascinating stories – myths – rather than as transcendental, venerable and adorable persons … And this occurs because we have learned, have been taught, have been instructed, to consider the Hellenic Gods as figments in the imagination of our ancestors – our naïve, most naïve ancestors, because that is how they have presented them to us, who despite the fact that they have devised the arts and sciences – sculpture, painting, pottery, choreography, architecture, shipping, shipbuilding, medicine, agriculture, mathematics, astronomy, gymnastics, theatre, metallurgy, poetry, written speech, justice, the concepts of freedom and democracy, physics, engineering, automation, mathematics, philosophy, the theory of the individual and so many other things that are beneficial for the life of mankind or in other words, everything that constitutes the notion of civilization – those wretches have however failed – that is how they have taught us ... to conceive the … “perfect religion” and they worshiped – those vulgar people as they taught us – … idols!!!
Certain gentlemen of dubious spiritual culture and often comprised of the vilest moral dregs, which are strangers in this place but are inspired by an unbridled intolerance, then ensured to “correct” this “defect” by our ancestors. Their method was: They denounced the entire ancient Hellenic civilization as a construct of (their) Satan; vehemently rejected the entire cultural contribution of our ancestors; smashed all the statues, distorted painting by placing it in the service of impropriety; only retained the utilitarian aspect of pottery, banned choreography; distorted architecture; degraded shipping and shipbuilding; humiliated medicine; abandoned agriculture; cursed mathematics and astronomy; banned theatre and gymnastics; restricted metallurgy to a minimum; compelled poetry and music to exclusively serve nasal cacophony; placed the written word at the disposal of inexhaustible idiocy; imposed arbitrariness upon justice; abolished every concept of freedom and democracy; committed a genocide against those Hellenes that refused to convert to Christianity, banned physics; retained from engineering and automation only whatever served imperial impressiveness; banned every philosophical pursuit upon penalty of death; they never even suspected the value of the theory of the individual; did not leave any ancient temples upright and in their place they raised with honour and glory the … missing card from our ancestors’ deck of cards: the “perfect” religion.
They tell us that they did all this for the sake of their exuberant love for us. They self-appointed themselves as our “shepherds” and endowed us with the – not very flattering – definition of the “flock”. And as a result of their love for us, they decided that we would graze and that they would be our shepherds. And no mention was ever made of the simple truth that states that no flock, no herd, is ever reared for its own benefit, but always for the benefit of the shepherd! ... So, these parsons came and after they had demolished the entire ancient civilization – our ancient Hellenic heritage – they imposed without even asking us – their “perfect” religion upon us.
We are not going to deal with this issue here. We will briefly deal with that other, the “imperfect” – as they have described it – religion of our ancestors and will synoptically examine its … imperfections, despite the fact that we must firstly acknowledge that it constituted the perfect connecting link for all those brilliant expressions of the ancient civilisation, since a Muse was concealed behind every beneficial art, Hephaestus was behind every technique, Demeter was behind every type of cultivation of the land, Athena was behind every faculty of philosophy, Themis was behind all legislation, Asclepius was behind every therapeutic method, Dionysus was behind every theatrical performance, Hermes was behind every commercial activity, etc. So, what were the religious convictions of our ancestors??? They have taught us to say and think that “the ancient Greeks believed in the Twelve Olympians and in numerous other Gods and Goddesses”. That is a lie. The verb “to believe” is completely absent from the terminology of the ancient Greek religious beliefs. The term “faith” refers to the blind acceptance of an authoritarian and uncontrollable doctrine, whilst the adjective “faithful” only defines a slave. Our ancestors however were free people. They did not “believe” in Goddesses and Gods. They simply worshiped them; and the concept of worship leads us directly to that of love, since only a person in love worships.
Only a person in love is attracted to the beauty of the subject of its emotions and worships it, precisely as the soul is attracted to the fragrance and beauty of the blossom’s shape and colours. So, our ancestors accordingly did not “believe” in the Goddesses and Gods. On the contrary, they worshipped them because they were in love with them. They were in love with the unparalleled beauty of the Hellenic landscape. They were in love with the dawn; they were in love with the dusk; they were in love with the blue sky; they were in love with the majestic mountains; they were in love with the manifold sea; they were in love with the golden life-giving Sun; they were in love with the enigmatic silvery Moon; they were in love with the fertilising rain; they were in love with the damp soil that becomes fruitful with the rain through the divine intercourse with the storm. Our ancestors knew that the driving force behind every expression of Life was the erotic attraction and they accordingly worshipped the God of Love. And since the first weapon of erotic attraction is “Beauty”, our ancestors worshipped beauty. Our ancestors knew that the means for comprehending the Cosmic Universe was the intelligence of the mind. And since the supreme jewel of the mind is Knowledge, our ancestors worshipped wisdom … Three words are sufficient to encompass the entire wealth of the worshipping emotions and the whole essence of the ancient religious beliefs: Philopatry (patriotism – love for the Motherland); Philokalia (elegance - love for Beauty); and Philosophy (love of Wisdom).
Love for the Motherland; love for Beauty; and love of Wisdom. And our ancestors were in love with the Motherland, Beauty and Wisdom, and created numerous myths in order to provide the subsequent generations – and ultimately to us, in a poetic manner that is elegant and timeless – the entire essence of the numerous eons of popular knowledge and experience. This is the value of the myths; and the myths of course talk about Goddesses and Gods. So, what were the Hellenic Gods??? Were they creatures of the imagination and the “imperfect” religious beliefs of our ancestors or were they perhaps something else that was a lot more significant and sophisticated ??? Were they supreme entities that enlightened the uncivilized ancestors of our ancestors with their teachings? Or were they perhaps poetic expressions of the natural forces that constitute, define and ensure the operation of the!! Cosmic Universe???
The Hellenic Gods are not easily defined. They encompass such an immeasurable wealth of concepts, knowledge and emotions, so that entire volumes of thoroughly documented theses were insufficient to document them. The Greek Gods were multi-dimensional, diverse and multileveled. At one instant they appear as tender companions in children’s dreams, able to inspire them through the charm of the mythical narrative, supremely ideal, decisive for their entire life, and at the next moment they appear as willing friends and assistants in the everyday difficulty of the adults that invoke them, and then they appeared to those that desired it as the wisest and ever friendly hierophants, capable of revealing a multitude of particles from the eternal cosmic wisdom to the mystics.
The Greek Gods are not situated outside the Cosmic Universe, nor did they create the Cosmos. This Cosmos existed, exists and shall exist of its own accord. The Goddesses and Gods simply inhabit it and take care of it; whether we do or do not like it, as long as Life exists, the Hellenic Gods will exist; since the Greek Gods are one and the same with Life. And it is up to us and not them whether we desire to benefit by attributing honour to Their persons. When we care for a tree, we water it, cultivate it, and encircle it with love, it will grant us fruits as well as the enjoyment of its beautiful countenance. If we abandon it, it will potentially wither but its seeds will remain eternal, unalterable, immortal and ready to germinate as soon as the suitable conditions arise for covering the entire Earth with entire forests of wonderful trees. This is how our gods are; they exist of their own accord, eternal, immortal and infinite, like the Cosmic Universe that we and they inhabit. If we honour the gods, then they will honour us. If we fall in love with them, then they will love us!!!!
From the book by Mario Verreta: “I WAS BORN A GREEK”
N.B. For us Ethnic Hellenes (pagans), the word "faith - believe" implies, we think (NOMIZOMEN) and we worship…
All of our ancient philosophers are the Fathers of the Hellenic nation. All of them are also the theologians of our Hellenic National Religion. Philosophers such as Homer, Orpheus, Isidios, Pythagoras, Socrates, Plato and Aristotle are just a small number that come to mind.
Their great philosophical works constitute for us Hellenes, our Old and New Testaments. They guide us in our daily lives, how to live a good and constructive life for the benefit of all mankind. They inspire us to live a life of virtue, and to aim for the highest possible virtue.
Our ancient forefathers and ancestors have bequeathed to us a very rich heritage which provides us with answers to all our modern day problems and challengers!!
It is therefore our duty to study and research their texts, which are very rich in valuable knowledge.
......................................................................................................................
ΑΚΛΟΝΗΤΑ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΟΥΝ ΟΤΙ Ο ΙΗΣΟΥΣ ΔΕΝ ΥΠΗΡΞΕ ΠΟΤΕ!!ΟΛΗ Η ΑΠΑΤΗ ΕΔΩ!
Ιησούς Χριστός, δεν υπήρξε ποτέ!!!(μέρος α')
...
Πριν από αρκετά χρόνια, όταν ζούσα μόνιμα στο εξωτερικό, άκουσα σε μια δημόσια συζήτηση ότι η ύπαρξη του Ιησού ως φυσικού προσώπου δεν είναι ιστορικά τεκμηριωμένη. Ανάμεσα στους ομιλητές ήταν και ένας κληρικός, ο οποίος κανονικά θα έπρεπε να παρέμβει εξοργισμένος για να διορθώσει την τοποθέτηση του ασεβή προλαλήσαντα. Δεν συνέβη, όμως, τίποτα και η συζήτηση συνεχίστηκε σαν να μίλαγαν για την πιθανότητα ύπαρξης ενός μυθικού προσώπου, π.χ. του βασιλιά των Αθηνών Κόδρου.
Η σύγκριση είναι σίγουρα ετεροβαρής, γιατί ο Ιησούς αναφέρεται κάθε μέρα με ανθρώπινες και θεϊκές ιδιότητες από εκατομμύρια ανθρώπους και θεωρείται ο ιδρυτής μιας θρησκείας που έγινε παγκόσμια (με τα όπλα του ρωμαϊκού στρατού, βέβαια!), ενώ τον Κόδρο ελάχιστοι τον έχουν ακούσει. Έκτοτε αποφάσισα να ψάξω το θέμα συστηματικά, να αναζητήσω τις πηγές και τις ιστορικές μελέτες. Το έκανα και, τελικά, διαπίστωσα πάρα πολύ ενδιαφέροντα πράγματα, καταρχάς ότι και διάφοροι Έλληνες, επιφανείς μελετητές (Μπέγζος) της χριστιανικής ιστορίας αμφιβάλλουν ότι υπήρξε ως ιστορικό πρόσωπο ο Ιησούς.
Για τη ζωή του Ιησού δεν υπάρχουν σημαντικές πληροφορίες, εκτός των Ευαγγελίων, τα οποία όμως, όπως όλα τα ιερά βιβλία των θρησκειών, δεν θεωρούνται έγκυρα ιστορικά συγγράμματα. Αλλά ακόμα και ανώτεροι εκκλησιαστικοί παράγοντες υποβαθμίζουν τη σημασία των Ευαγγελίων, αναφέροντας ότι: «Πηγή της πίστεώς μας δεν είναι τα Ευαγγέλια... αλλά η αποκαλυπτική αλήθεια... όπως καθορίστηκε και οριοθετήθηκε από τις Οικουμενικές Συνόδους» (μητροπολίτης Ναυπακτίας Ιερόθεος, ΤΟ ΒΗΜΑ, 15/4/2006).
Αυτό σημαίνει ότι τίποτα σταθερό (γραπτό) δεν υπάρχει, παρά τις συνεχείς αναφορές σε λόγια που είπαν ο Ιησούς, ο Παύλος, ο Πέτρος κλπ. Για κάθε εποχή ισχύει λοιπόν αυτό που επιβάλλει η συγκυρία και εξυπηρετεί τον εκκλησιαστικό μηχανισμό. Έτσι, «η χριστιανική πίστη προσαρμόζεται στις συνθήκες και στα αιτήματα κάθε τόπου και κάθε εποχής» (προμετωπίδα θεολογικής Σχολής Πανεπ. Αθήνας) - τουτέστιν ο ορισμός του καιροσκοπισμού.
Τα ιστορικά στοιχεία
Η σύγκριση είναι σίγουρα ετεροβαρής, γιατί ο Ιησούς αναφέρεται κάθε μέρα με ανθρώπινες και θεϊκές ιδιότητες από εκατομμύρια ανθρώπους και θεωρείται ο ιδρυτής μιας θρησκείας που έγινε παγκόσμια (με τα όπλα του ρωμαϊκού στρατού, βέβαια!), ενώ τον Κόδρο ελάχιστοι τον έχουν ακούσει. Έκτοτε αποφάσισα να ψάξω το θέμα συστηματικά, να αναζητήσω τις πηγές και τις ιστορικές μελέτες. Το έκανα και, τελικά, διαπίστωσα πάρα πολύ ενδιαφέροντα πράγματα, καταρχάς ότι και διάφοροι Έλληνες, επιφανείς μελετητές (Μπέγζος) της χριστιανικής ιστορίας αμφιβάλλουν ότι υπήρξε ως ιστορικό πρόσωπο ο Ιησούς.
Για τη ζωή του Ιησού δεν υπάρχουν σημαντικές πληροφορίες, εκτός των Ευαγγελίων, τα οποία όμως, όπως όλα τα ιερά βιβλία των θρησκειών, δεν θεωρούνται έγκυρα ιστορικά συγγράμματα. Αλλά ακόμα και ανώτεροι εκκλησιαστικοί παράγοντες υποβαθμίζουν τη σημασία των Ευαγγελίων, αναφέροντας ότι: «Πηγή της πίστεώς μας δεν είναι τα Ευαγγέλια... αλλά η αποκαλυπτική αλήθεια... όπως καθορίστηκε και οριοθετήθηκε από τις Οικουμενικές Συνόδους» (μητροπολίτης Ναυπακτίας Ιερόθεος, ΤΟ ΒΗΜΑ, 15/4/2006).
Αυτό σημαίνει ότι τίποτα σταθερό (γραπτό) δεν υπάρχει, παρά τις συνεχείς αναφορές σε λόγια που είπαν ο Ιησούς, ο Παύλος, ο Πέτρος κλπ. Για κάθε εποχή ισχύει λοιπόν αυτό που επιβάλλει η συγκυρία και εξυπηρετεί τον εκκλησιαστικό μηχανισμό. Έτσι, «η χριστιανική πίστη προσαρμόζεται στις συνθήκες και στα αιτήματα κάθε τόπου και κάθε εποχής» (προμετωπίδα θεολογικής Σχολής Πανεπ. Αθήνας) - τουτέστιν ο ορισμός του καιροσκοπισμού.
Τα ιστορικά στοιχεία
Οι λιγοστές πληροφορίες από εξωβιβλικές πηγές, όπως τα έργα των Σουητώνιου, Ιώσηπου και Τάκιτου ή το Ταλμούδ, δεν είναι σύγχρονες του Ιησού και αναφέρονται έμμεσα σ' αυτόν, χωρίς να δίνουν αξιόλογες πληροφορίες, κυρίως όμως, θεωρούνται πολύ αμφίβολης εγκυρότητας.
Καταρχάς, ο Φίλων ο Αλεξανδρινός (Philo Alexandrinus, ~20 π.Χ.- 54 μ.Χ.), Εβραίος φιλόσοφος με θαυμασμό προς τον ελληνικό πολιτισμό, ο οποίος είχε ενεργό ρόλο εκπροσώπησης των Εβραίων στη Ρώμη, έγραψε σημαντικά ιστορικά και φιλοσοφικά έργα, αλλά δεν αναφέρει τίποτα για τον Ιησού και τη διδασκαλία του, ενώ περιγράφει στα έργα του μέχρι και ασήμαντες λεπτομέρειες από τη ζωή των Ιουδαίων της εποχής του.
Επίσης ο Τιβέριος Αλέξανδρος (Tiberius Iulius Alexander, ~10- ~70μ.Χ.), που ήταν στρατιωτικός και διοικητικός εκπρόσωπος της Ρώμης στην Ιουδαία και ανώτερος άρχοντας των Ιουδαίων στην Αίγυπτο, ανιψιός του προαναφερθέντος Φίλωνα, και επίσης συγγραφέας της ιουδαϊκής ιστορίας, δεν αναφέρει στα έργα του τίποτα απολύτως για κάποιον Ιησού που συγκινούσε τον κόσμο, τη θρυλούμενη ανάστασή του και πιθανούς οπαδούς του.
Εδώ συμβαίνουν κοσμοϊστορικά γεγονότα που ανατρέπουν τους νόμους της φύσης και της λογικής, όπως τα περιγράφει ο ευαγγελιστής Ματθαίος (27.50-54): «ο δε Ιησούς κράξας αφήκε το πνεύμα. Και το καταπέτασμα του Ναού εσχίσθη... και η γη εσείσθη και οι πέτρες εσχίσθησαν» και ο Φίλων με τον ανιψιό του, δεν αντελήφθησαν τίποτα. Και πέραν αυτού: «τα μνημεία άνοιξαν και πολλά σώματα των νεκρών αγίων ηγέρθησαν και εξελθόντες εκ των μνημείων μετά την έγερση (ανάσταση) αυτού (του Ιησού) εισήλθαν εις την άγια πόλη και ενεφανίσθησαν σε πολλούς». Δηλαδή, κυκλοφορούσαν «άγιοι» της (χριστιανικήςWink θρησκείας και κανείς δεν τους συνάντησε, έστω τον Αβραάμ και τον Μωυσή ή κάποιους άλλους.
Αν πράγματι είχαν συμβεί επί των ημερών του οι πολλαπλές και μαζικές συναθροίσεις «πιστών» ή περίεργων, αν είχαν συμβεί τα ιαματικά και διατροφικά θαύματα που περιγράφονται στα Ευαγγέλια, αν είχαν αναστηθεί «άγιοι» άνθρωποι, σίγουρα θα υπήρχε κάποια αναφορά στα συγγράμματα του Φίλωνα και του Τιβέριου. Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, είτε δεν συνέβη τίποτα από αυτά, είτε διαδίδονταν τέτοια γεγονότα τόσο συχνά και από τόσους πολλούς θαυματοποιούς δάσκαλους, ώστε να μην θεωρούνται, έστω και ως ασήμαντα περιστατικά, άξια αναφοράς.
Ο Ιώσηπος Φλάβιος (Josephus Flavius, 37-100 μ.Χ.), στρατιωτικός και ιστορικός με αριστοκρατική καταγωγή και θρησκευτική μόρφωση, έζησε στην Παλαιστίνη και αιχμαλωτίστηκε (67 μ.Χ.) από τους Ρωμαίους στον ιουδαϊκό πόλεμο που κατέληξε στην καταστροφή της Ιερουσαλήμ (70 μ.Χ.) Στα βιβλία του «Πόλεμος των Ιουδαίων» και «Ιουδαϊκές Αρχαιότητες» περιγράφει ο Ιώσηπος με λεπτομέρειες διάφορα περιστατικά από την απώτερη και πρόσφατη ιστορία του λαού του, αναφέρεται σε διάφορες εβραϊκές αιρέσεις κτλ., δεν κάνει όμως καμιά αναφορά σε χριστιανούς. Απρόσμενα και εκτός συμφραζομένων περιγράφει όμως ο Ιώσηπος, σε κάποιο σημείο των «Ιουδαϊκών Αρχαιοτήτων», μάλλον επαινετικά, τη δραστηριότητα και τα θαύματα του Ιησού, τον οποίο αποκαλεί «μεσσία».
Οι θρησκευτικά αδέσμευτοι Ιστορικοί, κρίνοντας από το γεγονός ότι ο Ιώσηπος ήταν πιστός στην ιουδαϊκή θρησκεία και διέθετε βαθιά μόρφωση για θρησκευτικά και ιστορικά θέματα, συνάγουν το συμπέρασμα ότι η αναφορά του Ιώσηπου στον Ιησού οφείλεται σε μεταγενέστερη προσθήκη στο έργο του. Αυτό ενισχύεται κι από το γεγονός ότι ο Ωριγένης (3ος αιώνας), πατέρας της χριστιανικής εκκλησίας, κατηγορεί σε κείμενό του τον Ιώσηπο ότι δεν δέχεται πως ο Ιησούς ήταν ο αναμενόμενος μεσσίας της ιουδαϊκής θρησκείας. Αντίθετα, ο Ευσέβιος που έζησε τον 4ο αιώνα, θεωρεί δεδομένη την αναφορά του Ιώσηπου στον Ιησού ως μεσσία. Έτσι συμπεραίνεται ότι η προσθήκη στα γραπτά του Ιώσηπου (XVIII, 63 κ.ε., XX, 200 κ.ε.) έγινε εκείνο το χρονικό διάστημα (βλέπε επίσης το Bautz, Kirchenlexikon - Εκκλησιαστικό Λεξικό).
Το Ταλμούδ αναφέρεται στον Ιησού σε κεφάλαιο που γράφτηκε τον 3ο αιώνα, τον ονομάζει όμως τις πιο πολλές φορές Μπεν Σταντά ή Μπεν Παντιρά και τον συνδέει με πρόσωπα και περιστατικά που συνέβησαν περίπου 100 χρόνια πριν από αυτά που αναφέρονται στα Ευαγγέλια. Την εποχή που γράφτηκε αυτό το μέρος του Ταλμούδ υπήρχε όμως ήδη εξάπλωση του χριστιανισμού και γι' αυτό είναι ανεξήγητη η αντίφαση. Πιθανολογείται λοιπόν ότι στο Ταλμούδ καταγράφηκαν όχι οι «επίσημες» χριστιανικές απόψεις, οι οποίες έτσι κι αλλιώς δεν είχαν διαμορφωθεί ακόμα, αλλά εκείνες κάποιας από τις πολλές χριστιανικές κοινότητες που είχαν δημιουργηθεί στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία.
Ο διακεκριμένος στωικός φιλόσοφος Σενέκας (LuciusAnnaeus Seneca, ~4-65 μ.Χ.) που έζησε τον 1ο χριστιανικό αιώνα, αν και εκφράζει στα έργα του φιλοσοφικές απόψεις που δεν διαφέρουν σημαντικά από αυτές του χριστιανισμού και γι' αυτό επαινείται από τους πατέρες Τερτυλλιανό και Ιερώνυμο, δεν κάνει στα έργα του καμία αναφορά στον Ιησού και στους χριστιανούς, παρότι σχολιάζει επιπτώσεις στην πολιτική της Ρώμης από διάφορα σημαντικά και ασήμαντα γεγονότα της εποχής. Γι' αυτό πιθανολογείται ότι, αυτό που καθιερώθηκε αργότερα ως «χριστιανική διδασκαλία», έχει εμπλουτιστεί, μεταξύ άλλων, με υλικό από τη φιλοσοφία του Σενέκα και όχι ότι ο Σενέκας απηχεί τις, έτσι κι αλλιώς ακόμα αδιαμόρφωτες, χριστιανικές απόψεις. Εννοείται, η ιστορία ότι ο Παύλος αλληλογραφούσε με τον Σενέκα και για επιβεβαίωση κυκλοφορούσε κάποτε μια συλλογή από επιστολές τους, αποτελεί μια ακόμα μυθοπλασία που είχε στόχο να δημιουργήσει μια λαμπερή εικόνα για τους κοινωνικά και διανοητικά ενδεείς εκπροσώπους της νέας θρησκείας.
Ο ιστορικός Τάκιτος (Publius Cornelius Tacitus, ~56-115/120), για τον οποίο υπάρχουν μόνο διάσπαρτες πληροφορίες, αναφέρεται στους χριστιανούς στο βιβλίο του «Χρονικά» με εχθρικό ύφος, πράγμα που σημαίνει ότι κατά το δεύτερο χριστιανικό αιώνα είχαν ήδη συγκροτηθεί και ήταν υπολογίσιμες οι ομάδες οπαδών του χριστιανισμού, οι οποίοι οπαδοί διαμόρφωσαν σταδιακά αυτό που θεωρείται σήμερα ιστορία του Ιησού. Τα κείμενα του Τάκιτου που γνωρίζουμε σήμερα, είναι αντίγραφα που έγιναν από μοναχούς, στο διάστημα 9ος-11ος αιώνας μ.Χ. και από τα συγγράμματα αυτά λείπει η εξιστόρηση των γεγονότων της περιόδου από το έτος 28 μέχρι το έτος 34 μ.Χ., δηλαδή μιας πολύ σημαντικής περιόδου για το χριστιανισμό.
Άρα, δεν είναι διαθέσιμη κάποια έγκυρη έκδοση αυτών των κειμένων. Πιθανόν μέρος των χειρογράφων του Τάκιτου να είχε καταστραφεί ήδη από τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους, επειδή οι περιγραφές του δεν ταίριαζαν στις μυθοπλασίες που διαμορφώθηκαν στα πλαίσια της συγκροτούμενης θρησκείας.
Ο Σουητώνιος (Gaius Tranquillus Suetonius, 75-160) που ήταν σύγχρονος του Τάκιτου, περιγράφει διωγμούς χριστιανών από τον Νέρωνα και τους αναφέρει περιφρονητικά ως «είδος ανθρώπων που είχαν προσηλωθεί σε κάποια καινούργια και βδελυρή δεισιδαιμονία». Επίσης στο έργο του «Κλαύδιος» αναφέρεται ο ιστορικός στην «...υποκίνηση των Εβραίων από κάποιον Χρηστό ...»
Αυτό δεν αποτελεί βέβαια μαρτυρία για την ιστορική παρουσία του Ιησού αλλά καταγραφή πληροφοριών. Το γεγονός όμως ότι ο άριστος γνώστης της ελληνικής γλώσσας και γραμματικής Σουητώνιος έγραψε Χρηστός (που ήταν τότε όνομα δούλων, χρήσιμος, καλός) αντί του Χριστός (χρισμένος), έχει δώσει λαβή σε υποψίες ότι αυτή η φράση προστέθηκε μεταγενέστερα από ανθρώπους του εκκλησιαστικού μηχανισμού με ελλιπή παιδεία.
Αυτό που εντυπωσιάζει ιδιαιτέρως είναι το γεγονός ότι, τόσο ο βιογράφος, ιστορικός και δοκιμιογράφος Πλούταρχος που έζησε στο διάστημα 50-120 μ.Χ., όσο και ο ιστορικός και περιηγητής Παυσανίας που έζησε περίπου από το 110-115 μ.Χ. έως περίπου το 180 μ.Χ., οι οποίοι γνώριζαν άριστα τον ελληνόφωνο χώρο και περιγράφουν ιστορικά, πολιτικά, πολιτισμικά και θρησκευτικά θέματά του, δεν κάνουν καμία αναφορά, ούτε για χριστιανούς, ούτε για τον αρχηγός τους, οι οποίοι, σύμφωνα με την καθιερωμένη μυθοπλασία, προσέλκυαν μεγάλους αριθμούς νέων πιστών...
Στο χάρτη της εικόνας που περιέχεται σε σχολικά βιβλία και άλλα χριστιανικά έντυπα, φαίνεται ότι περί τα τέλη του 2ου αιώνα μ.Χ. είχαν εκχριστιανιστεί όλη η Μικρά Ασία και μεγάλα τμήματα της Ελλάδας και της Παλαιστίνης. Κι όμως οι δύο οξυδερκείς παρατηρητές των κοινωνιών και της ιστορίας τους δεν παρατήρησαν ή δεν σημείωσαν οτιδήποτε σχετικό. Το πιθανότερο είναι λοιπόν ότι οι χριστιανικές ομάδες ήταν ολιγάριθμες και χωρίς αξιόλογη προσέλευση και πήραν έκταση με την κρατικοποίηση αυτής της θρησκείας και την επιβολή της ως μοναδικής και υποχρεωτικής στα τέλη του 4ου αιώνα.
Αναφορές στον Ιησού γίνονται σε επιστολή ενός Πόπλιου Λεντούλου (Publius Lentulus) που αναφέρεται σε μεταγενέστερα κείμενα ως Ρωμαίος στρατιωτικός διοικητής στην Ιερουσαλήμ. Η επιστολή αποτελεί αναφορά προς τη Γερουσία της Ρώμης και στον Τιβέριο που ήταν αυτοκράτωρ στα έτη 14-37 μ.Χ. και περιλαμβάνει φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του Ιησού, όπως το μέτριο ανάστημά του (statura procerus, mediocris et spectabilis), το χρώμα των μαλλιών του κ.ά.
Η επιστολή αυτή εμφανίστηκε πρώτη φορά κατά το 13ο αιώνα στη Ρώμη ως ανακαλυφθείσα ανάμεσα σε διάφορα χειρόγραφα και φυσικά αντιμετωπίστηκε με καχυποψία. Ήδη το γεγονός ότι αναφέρονται στο κείμενό της χαρακτηρισμοί, όπως «προφήτης της αλήθειας», «υιός του θεού» και «Ιησούς Χριστός» δείχνουν ότι πρόκειται για αυθαίρετη κατασκευή, δεδομένου ότι οι δύο πρώτοι όροι προέρχονται από την ιουδαϊκή θρησκεία και δεν είχε λόγο να τους χρησιμοποιεί ένας Ρωμαίος αξιωματικός, η δε ονομασία Χριστός για τον Ιησού είναι ιστορικά μεταγενέστερη και δεν είναι δυνατόν να είχε χρησιμοποιηθεί σε ανύποπτο χρόνο. Η σύγχρονη «Καθολική Εγκυκλοπαίδεια» αναφέρει ότι Ρωμαίος διοικητής με τέτοιο όνομα δεν υπήρξε ποτέ στην Ιουδαία και δέχεται ότι η επιστολή αυτή είναι χαλκευμένη.
Πέρα από αυτές τις (αμφιλεγόμενες) αναφορές, δεν υπάρχει κάποια ιστορική περιγραφή της ζωής του Ιησού. Ακόμα και η ημερομηνία γεννήσεώς του, δεν είναι γνωστή, παρότι ακριβώς αυτό το έτος γεννήσεως έχει καθοριστεί ως η αρχή της σύγχρονης χρονολογήσεως. Το έτος γεννήσεως του Ιησού εκτιμάται ότι βρίσκεται μεταξύ τού 4 και του 1 π.Χ. Η 25η Δεκεμβρίου ως ημέρα γεννήσεως δεν έχει σχέση με τον Ιησού, αλλά ταυτίζεται με την ημέρα γεννήσεως προχριστιανικών θεϊκών μορφών (Μίθρας) και με ρωμαϊκές εορταστικές εκδηλώσεις. Στη χριστιανική Ρώμη καθιερώθηκε η 25η Δεκεμβρίου ως εορτή τής γεννήσεως το έτος 354, στην Κωνσταντινούπολη το 379 και στην Αντιόχεια το 388.
Οι Ιστορικοί εκτιμούν ότι τα αναγραφόμενα στα Ευαγγέλια και τις υπόλοιπες γραφές, εφόσον δεν είναι μεταγενέστερες προσθήκες και προσαρμογές, αποτελούν σύμπτυξη ιστοριών από τη ζωή και τις δραστηριότητες πολλών δεκάδων θρησκευτικών θαυματοποιών διδασκάλων, οι οποίοι έζησαν και δίδασκαν στην Παλαιστίνη εκείνους τους αιώνες και θεωρούσαν τον εαυτό τους προφήτη και μεσσία. Ένας ή περισσότεροι από αυτούς πιθανόν να ονομάζονταν Ιησούς, όνομα που ήταν σύνηθες εκείνη την εποχή στην περιοχή. Κατά μία εκδοχή, μάλιστα, είναι πιθανόν να ταυτίζεται η δραστηριότητα του ευαγγελικού Ιησού με εκείνη του Ιωάννη του βαπτιστή.
Για τα χρόνια από τη γέννηση μέχρι τη δημόσια εμφάνιση του Ιησού, η οποία τοποθετείται σύμφωνα με αναφορές στο κατά Λουκά Ευαγγέλιο περί τα έτη 28-29, δεν υπάρχουν επίσης ιστορικά στοιχεία. Αναφορές για τη σταύρωση τού ευαγγελικού Ιησού ομοιάζουν με υπαρκτά γεγονότα που συνέβησαν κατά τα χρόνια διοίκησης του Πόντιου Πιλάτου (26-36). Η θανάτωση στο σταυρό επιβαλλόταν κατά το ρωμαϊκό ποινικό δίκαιο για πολιτικά εγκλήματα σε μη Ρωμαίους πολίτες. Η σταύρωση λοιπόν του Ιησού που εκτιμάται ότι έγινε στα έτη μεταξύ 29 και 31, πρέπει να είναι συνέπεια καταδίκης του για εξέγερση κατά της αυτοκρατορίας.
Από τα προαναφερόμενα συνάγεται ότι δεν υπήρξε ο Ιησούς ως φυσικό πρόσωπο; Φυσικά και όχι, δεδομένου ότι υπήρξαν εκατοντάδες χιλιάδες και εκατομμύρια άλλοι άνθρωποι στον τότε γνωστό κόσμο, για τους οποίους σε καμιά ιστορική πηγή δεν αναφέρεται οτιδήποτε. Πιθανό είναι λοιπόν να υπήρξε μεν ο συγκεκριμένος Ιησούς ως φυσικό πρόσωπο ένας μαραγκός που σαλτάρησε στα 30 του και θεώρησε ότι είναι υιός θεού, αλλά τίποτα από αυτά που μεγαλοποιούν τα ευαγγέλια δεν ευσταθεί. Δηλαδή δεν θα έδωσε καμιά αφορμή, με συζητήσεις περί το άτομό του, με μαζικές συναθροίσεις προσώπων, με θαύματα κλπ. κλπ., ώστε να αναφερθούν σ' αυτόν οι Ιστορικοί της εποχής.
(συνεχίζεται>>>)
Από τα προηγούμενα συνάγεται ότι, ο αρχηγός της χριστιανικής θρησκείας πιθανότατα δεν υπήρξε, όπως περιγράφεται στα ιερά βιβλία του χριστιανισμού (Μπέγζος), αυτά τα ιερά βιβλία δεν αποτελούν την βάση της πίστης των χριστιανών, αλλά οι αποφάσεις των εκκλησιαστικών συνόδων (Ιερόθεος) και, τέλος, η χριστιανική πίστη προσαρμόζεται κατά εποχή και κατά περιοχή (Πανεπιστήμιο Αθηνών)... Η χριστιανική θρησκεία που επεβλήθη αρχικά από το ρωμαϊκό στρατό, παραγεμίστηκε σταδιακά με πλήθος μυθοπλασιών με στόχο τη χειραγώγηση των ανθρώπων και την εξυπηρέτηση της κρατικής εξουσίας και του εκκλησιαστικού μηχανισμού που συγκροτήθηκε.
(συνέχεια από το α' μέρος)
Αφού διαπιστώθηκε στο α' μέρος ότι η χριστιανική θρησκεία είναι ένα συνονθύλευμα μυθοπλασιών, με ανύπαρκτο ιδρυτή, αμφισβητούμενες γραφές και μεταβαλλόμενη τακτική προσαρμογής, να δούμε μερικές από τις σημαντικότερες μυθοπλασίες:
Η Ναζαρέτ
Ένα άλλο μυστήριο αποτελεί η πόλη Ναζαρέτ, από την οποία λέγεται ότι καταγόταν ο Ιησούς. Η προσαγόρευση Ναζωραίος για τον Ιησού αναφέρεται στην Καινή Διαθήκη δώδεκα φορές. Για παράδειγμα, στο Ματθαίος 2,23 αναγράφεται: «και ελθών κατώκησεν εις πόλιν λεγόμενην Ναζαρέτ, όπως πληρωθεί το ρηθέν δια των προφητών, ότι Ναζωραίος κληθήσεται». Επίσης, στο Ιωάννης (19,19) αναφέρεται ότι στο σταυρό που θανατώθηκε ο Ιησούς υπήρχε επιγραφή γραμμένη σε τρεις γλώσσες: «Ιησούς Ναζωραίος Βασιλεύς των Ιουδαίων»! Πέρα απ' αυτό, ως Ναζωραίος αναφέρεται και ο ληξιαρχικός πατέρας του Ιησού, ο Ιωσήφ. Όμως, μια πόλη της Παλαιστίνης και συγκεκριμένα της Γαλιλαίας με το όνομα Ναζαρέτ δεν υπήρξε ποτέ πριν και κατά τη διάρκεια της ζωής του Ιησού και παρουσιάζεται για πρώτη φορά μέσα από τα Ευαγγέλια. Η πόλη αυτή φαίνεται να «ιδρύθηκε» από τους χριστιανούς θεολόγους και αναφέρεται στις ιστορικές πηγές περί τον 3ο μ.Χ. αιώνα.
Στα ιστορικά έργα του Ιώσηπου Φλάβιου, ο οποίος ήταν αρχιστράτηγος των γαλιλαιϊκών στρατευμάτων στην εξέγερση κατά της Ρώμης και ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, συνελήφθη και κρατήθηκε αιχμάλωτος από το έτος 67 μ.Χ., δεν αναφέρεται πουθενά αυτή η πόλη, αν και τα στρατεύματά του στρατοπέδευαν στην περιοχή της σημερινής Ναζαρέτ. Κατά τις συγκρούσεις για την κατάληψη της γειτονικής πόλης Sepphoris, η οποία απείχε μερικά χιλιόμετρα από τον οικισμό που ονομαζόταν αργότερα Ναζαρέτ, έπρεπε να αποτελεί αυτή η Ναζαρέτ από στρατηγικής σκοπιάς σημείο οπισθοχώρησης ή στρατοπέδευσης των στρατευμάτων του. Μία πόλη Garis, 5 χλμ. νοτιοανατολικά της Sepphoris, που δεν υπάρχει πια και αναφέρεται πράγματι από τον Ιώσηπο (Βιβλίο 3, Κεφάλαιο 6,3) ως τοποθεσία του στρατοπέδου του, βρίσκεται ακριβώς στη θέση που υπάρχει η μεταγενέστερα αναφερόμενη Ναζαρέτ. Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι σίγουρα μέχρι το 70 μ.Χ. δεν φαίνεται να υπήρχε κατ' όνομα μια πόλη Ναζαρέτ.
Αλλά και στους προηγούμενους αιώνες, στην π.Χ. εποχή, πουθενά δεν υπάρχει αναφορά στην πόλη Ναζαρέτ. Στην Παλαιά Διαθήκη, η οποία αποτελεί την πολιτική και θρησκευτική ιστορία του ιουδαϊκού λαού, γίνεται αναφορά σε χιλιάδες πόλεις, χωριά και οικισμούς, πολλά ονόματα που έπαψαν να αναφέρονται κατά τη μεταγενέστερη εποχή. Όμως, σε κανένα σημείο της Π.Δ. δεν αναφέρεται κάποιος οικισμός που θα μπορούσε να ταυτιστεί κατ' όνομα ή λόγω ιστορικών γεγονότων με την πόλη που ονομάστηκε Ναζαρέτ. Άρα τυχόν εικασίες ότι μπορεί να υπήρχε παλαιότερα το όνομα Ναζαρέτ, να περιέπεσε για δεκαετίες ή και αιώνες στη λήθη και να επανήλθε αργότερα, δεν ευσταθούν.
Το Ταλμούδ, μια συλλογή ιουδαϊκών νόμων που γράφτηκε μετά τα χριστιανικά ευαγγέλια (3ος αι.), αναφέρει πολλούς μικρούς και μεγάλους γαλιλαιϊκούς οικισμούς, αλλά ούτε μία φορά τη Ναζαρέτ. Γενικότερα, ουδείς ιστορικός ή άλλος συγγραφέας, πριν ή λίγο μετά τον Ιησού, έχει αναφέρει ποτέ το όνομα αυτής της πόλης. Η μόνη «πηγή» που «ιδρύει» και περιγράφει τη Ναζαρέτ, είναι η χριστιανική παράδοση, στην οποία αναφέρεται ακόμα ότι εκεί υπήρχε και συναγωγή, άρα θα έπρεπε να είναι ένας μεγαλύτερος οικισμός και όχι μια μικρή ομάδα κατοικιών ή ένας σταθμός αγροτικής παραγωγής. Παραμένει λοιπόν ανεξήγητο, πώς είναι δυνατόν να υπήρχε στο σταυρό του Ιησού επιγραφή που αναφερόταν σε μια πόλη, η οποία δεν υπήρχε καν εκείνη την εποχή ή πριν από αυτήν. Και πώς αναφέρεται αυτή η πόλη στα Eυαγγέλια που λέγεται ότι γράφτηκαν μέσα στον 1ο αιώνα αλλά δεν αναφέρεται στο Ταλμούδ που γράφτηκε δύο αιώνες αργότερα...
Κατά μία «αιρετική» εκδοχή ο χαρακτηρισμός Ναζωραίος (ή αλλιώς Ναζηραίς ή Ναζηραίος) σήμαινε στα εβραϊκά ο κεχρισμένος. Επειδή όμως οι θεόπνευστοι πατέρες του χριστιανισμού δεν κατανοούσαν αυτή τη λέξη, νόμισαν ότι ήταν προσδιορισμός με τοπική-εθνική σημασία και «κατασκεύασαν» μια πόλη Ναζαρέτ. Τότε όμως, πώς αναφέρεται ήδη ο Ματθαίος στην πόλη Ναζαρέτ που κατοίκησε ο Ιησούς; Το πιθανότερο είναι ότι προστέθηκαν αργότερα...
Η τριαδικότητα
Ένα άλλο ζήτημα προβληματισμού είναι, πώς προέκυψε η «κατασκευή» για τον τριαδικό θεό, με τον Ιησού στη θέση του γιου, η οποία πουθενά δεν αναφέρεται ρητά, ούτε στην Παλαιά Διαθήκη ούτε στα Ευαγγέλια, αλλά συνάγεται από διάφορες διατυπώσεις, οι οποίες με την προσφιλή στους θεολόγους μέθοδο της ερμηνευτικής μπορούν να πάρουν και την ακριβώς αντίθετη σημασία. Γεγονός είναι ότι τα περί τριαδικότητας αποτελούν μεταγενέστερη επινόηση των εκκλησιαστικών «πατέρων», αρχικά του Αθηναγόρα και του Τερτυλιανού.
Αν ληφθεί δε επί λέξει η αναφορά «υιός του θεού» που παρουσιάζεται σε πολλά σημεία των ευαγγελίων και ερμηνεύεται ως απόδειξη της σχέσης πατρός θεού και υιού Ιησού, τότε πρέπει να ληφθεί επίσης επί λέξει η αναφορά στη Γένεση (στ΄ 2) όπου αναγράφεται: «Ιδόντες οι υιοί τού Θεού τας θυγατέρας των ανθρώπων, ότι ήσαν ωραίαι, έλαβον εις εαυτούς γυναίκας». Άρα υπήρχαν περισσότεροι του ενός υιοί θεού, οι οποίοι παντρεύτηκαν κιόλας.
Ο ίδιος ο Ιησούς ποτέ δεν θεώρησε τον εαυτό του θεό, το οποίο αποτελεί θεμελιώδες δόγμα της χριστιανικής θρησκείας και θα έπρεπε να προβάλλεται από τον ίδιο και τους μαθητές του! Ο Παύλος δεν αναφέρει πουθενά στις επιστολές του τον Ιησού ως θεό και διατηρεί αυτόν τον υπέρτατο χαρακτηρισμό μόνο για τον ένα και μοναδικό θεό του! Οι οπαδοί εκείνης της εποχής πίστευαν στο θεό, πίστευαν και στον Ιησού, αλλά δεν ταύτιζαν αυτές τις δύο έννοιες. Εξ αυτού οι χριστιανοί οπαδοί ονόμαζαν τον Ιησού το 2ο και 3ο αιώνα «θεϊκό» και τον λάτρευαν υπερβαλλόντως, πράγμα που οδήγησε τον 4ο αιώνα τη ρωμαϊκή (γοτθική) εξουσία στη σύνοδο της Νίκαιας να αναβαθμίσει ένα «θεϊκό δάσκαλο» σε «θεό».
Επίσης, η Καινή Διαθήκη αναφέρεται σε γεγονότα, τα οποία παρουσιάζονται τώρα ως «θαύματα», ενώ την εποχή που λέγεται ότι συνέβησαν, ονομάζονταν «σημεία» ή «σημάδια εξ ουρανού». Αλλιώς θα έπρεπε ο θεός, λένε έγκριτοι θεολόγοι, να ανατρέπει για χάριν κάποιου πεινασμένου ή άρρωστου ή πεθαμένου τους νόμους της φύσης ...; Αργότερα αποφάσισαν οι «πατέρες της εκκλησίας» να θεωρούνται τα σημάδια «θαύματα», όπως τα εννοούν μερικοί σήμερα, δηλαδή υπερφυσικά γεγονότα που ανατρέπουν τη φύση.
Η μόνη λογική εξήγηση για τη δημιουργία του «τριαδικού» θεού που είναι μεν ένας, αλλά έχει τρεις υποστάσεις, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό, πρέπει να οφείλεται σε αντιγραφή από ανταγωνιστικές θρησκείες των πρώτων χριστιανικών αιώνων (βλέπε και επόμενα), οι οποίες είχαν επικεφαλής επίσης πλειάδα θεϊκών μορφών. Η ιδέα της θεοποίησης του Ιησού εμφανίζεται 2 γενιές μετά τον αναφερόμενο θάνατό του και σχετίζεται με τον ανταγωνισμό των θρησκειών της εποχής: Ημίθεος ο Ηρακλής, θεάνθρωπος ο δικός μας κ.ο.κ. Με αυτό τον τρόπο, ο χριστιανισμός παρουσιαζόταν προς τους Ιουδαίους ως μονοθεϊστική θρησκεία, αλλά προς τους εθνικούς ως πολυθεϊστική και γινόταν έτσι ελκυστική και πολυσυλλεκτική.
Στο αρχαιοελληνικό δωδεκάθεο παρουσιάζεται η τριάδα Δίας, Ήρα και θυγατέρα Αθηνά. Η θεά Εκάτη εμφανίζεται στους ύστερους χρόνους της αρχαιότητας ως τρισυπόστατη, εκφράζοντας ουσιαστικά τους τρεις κόσμους (Θεϊκό, Γήινο και Νεκρικό). Στην κέλτικη θρησκεία η θεά Morrigan έχει τρεις μορφές: αγάπη, γονιμότητα και θάνατος. Στον Ινδουϊσμό εκφράζεται μια τριαδικότητα με την Trimurti, την ενότητα των τριών υποστάσεων του δημιουργού (βράχμα), προστάτη (βίσνου) και καταστροφέα (σίβα).
Τέλος, στην επίσης πολύ παλαιότερη από το χριστιανισμό αιγυπτιακή θρησκεία υπήρχε ο θεός πατέρας Όσιρις, η θεά μητέρα Ίσις, σύζυγος του Όσιρι και το παιδί τους, ο Ώρος, ο οποίος ήταν πτηνό, όπως το χριστιανικό «άγιο πνεύμα» (βλέπε και επόμενα). Στην αιγυπτιακή θρησκεία το πτηνό ήταν, όμως, γεράκι, το οποίο παίζει σημαντικό ρόλο στη μυθολογία και την κοινωνική ζωή των λαών της βόρειας Αφρικής και της Εγγύς Ανατολής.
Η μητέρα του Ιησού
Αυτή η εισαγωγή της τριαδικότητας από τους εκκλησιαστικούς πατέρες δημιούργησε όμως, πέρα από τις πολλαπλές αιρέσεις και συγκρούσεις, ακόμα μέχρι το 19ο αιώνα και σήμερα ίσως, συμπληρωματικά προβλήματα: Οι εθνικές θρησκείες είχαν πάντα και μια θηλυκή θεότητα, η οποία «φρόντιζε» για τα θέματα της γυναικείας απασχόλησης στις αρχαίες κοινωνίες και μέχρι σήμερα, τη μητρότητα, την οικογένεια, την υγεία κ.ά. Τέτοιες θεότητες ήταν η περσική Εκάτη, η αιγυπτιακή Ίσις, οι ελληνικές θεότητες Ήρα, Αθηνά, Αφροδίτη κ.ο.κ., των οποίων η λατρεία ήταν πολύ διαδεδομένη στις περιοχές της ανατολικής Μεσογείου και στις οποίες είχαν αφιερωθεί εντυπωσιακοί ναοί.
Η χριστιανική θρησκεία είχε ένα θεό απροσδιόριστου φύλου, ο οποίος όμως εκδηλώνεται κατά γενική αντίληψη ως άντρας, ένα υιό αρσενικό και το πνεύμα ουδέτερο. Τίποτα θηλυκό, ίσως και λόγω του παραδοσιακού μισογυνισμού των «πατέρων». Όποτε είχε τεθεί το πρόβλημα της απουσίας θηλυκής θεότητας, κάθε πρόταση είχε απορριφθεί από τους μεγάλους εκκλησιαστικούς «πατέρες», για διάφορους λόγους.
Τελικά, στην Οικουμενική Σύνοδο της Εφέσου (431 μ.Χ.) αποφασίστηκε να ανακηρυχθεί η μητέρα του Ιησού , Μαρία, ως «παναγία και υπεραγία θεοτόκος», την οποία όμως ο τότε οικουμενικός πατριάρχης μόνο ως «χριστοτόκο» δεχόταν να αναγνωρίσει. Αυτή η επιλογή με την εισαγωγή θηλυκής θεότητας προκάλεσε νέες αντιδικίες, συγκρούσεις και αιρέσεις, πολλές από τις οποίες διαρκούν μέχρι των ημερών μας! Σταδιακά αποδόθηκαν δε όλες οι υπερφυσικές ικανότητες των προχριστιανικών θηλυκών θεοτήτων στη μητέρα του Ιησού.
Για παράδειγμα, κοντά στο ιερό της Αφροδίτης στη Βραυρώνα Αττικής, η οποία Αφροδίτη «γιάτρευε» τα ασθενή παιδιά, δημιουργήθηκε εδώ και πολλούς αιώνες και υπάρχει μέχρι σήμερα ανακαινισμένη μια εκκλησία της «Παναγίας γιάτρισσας». Αντίστοιχα έχουν γίνει κοντά ή πάνω σε όλα τα αρχαία ιερά.
Η νέα θρησκεία
Ένα άλλο ανεξήγητο από τους θεολόγους σημείο είναι ότι, στα Ευαγγέλια δεν αναφέρεται πουθενά ο όρος θρησκεία, ούτε φαίνεται από το περιεχόμενο της διδασκαλίας του Ιησού να υπήρχε ως στόχος η ίδρυση μιας νέας θρησκείας! Αντίθετα, οι ευαγγελικές περιγραφές (Ματθαίος, 5, 17-1Coolδείχνουν μια συμπεριφορά
και ομιλία πιστού Ιουδαίου: «Μην νομίσητε ότι ήλθον καταλύσαι τον νόμον και τους προφήτας, ούκ ήλθον καταλύσαι αλλά πληρώσαι» (πληρώ = εκπληρώ, συμπληρώνω). Επίσης, το περιγραφόμενο σε Ευαγγέλιο περιστατικό της εκδίωξης των εμπόρων από τη συναγωγή δείχνει, αν πράγματι συνέβη, ότι στόχος του ευαγγελικού Ιησού ήταν η κάθαρση και ανάδειξη της ιουδαϊκής θρησκείας και όχι η υποκατάστασή της.
Με τέτοιες αντιφάσεις και ελλείψεις στα Ευαγγέλια φαίνεται λογικό να σμικρύνεται η σημασία τους από τους θεολόγους που αναφέρθηκε στην αρχή και να προτάσσονται αντ' αυτών η «αποκαλυπτική» αλήθεια και οι αποφάσεις των Συνόδων, δηλαδή ό,τι βολεύει σε κάθε εποχή και κάθε συγκυρία.
Η εκτροπή των εξελίξεων από μια συνήθη ιουδαϊκή διδασκαλία προς μια νέα θρησκεία, αφενός με σύμπτυξη στοιχείων (συγκρητισμός) από την εβραϊκή, από το ελληνικό δωδεκάθεο και από διάφορες εθνικές θρησκείες στο χώρο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και της εκείθεν Ανατολής (Μίθρας, Άττις, Όσιρις κλπ), αφετέρου με καθιέρωση απλοϊκών διαδικασιών για εύκολη μετάνοια ύστερα από κάθε μορφής αμαρτίες (μέχρι και δολοφονίες), έγκαιρη επίγεια συγχώρεση (των πιστών) και ελπίδες για ατομική κατάκτηση της «μετά θάνατον ζωής», φαίνεται ότι έγινε από τον Απόστολο Παύλο, διάφορους οπαδούς και από μαθητές τού Ιησού -σε αντιπαράθεση με τον Απόστολο Πέτρο- οι οποίοι με τη δράση και το κήρυγμά τους ανύψωσαν τον ευαγγελικό Ιησού στη θέση τού ιδρυτή και ηγέτη. Η διδασκαλία του Ιησού και των μαθητών του που κωδικοποιήθηκε στην «Καινή Διαθήκη», αναγνωρίστηκε ως επίσημη κρατική θρησκεία στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία από τον Κωνσταντίνο (Aurelius ConstantinusFlavius Valerius, 272-337) και επεβλήθη ως αποκλειστική από τον Θεοδόσιο (Flavius Theodosius Ι, 347-395).
Ο χριστιανισμός, η θρησκεία που αναγνωρίζει ως ιδρυτή της τον, ίσως και ανύπαρκτο, Ιησού Χριστό, αποτελεί το τέκνο της σύγκρουσης μεταξύ, αφενός του ανατολίτικου μεταφυσικού μυστικισμού και αφετέρου του ελληνικού ορθολογικού ανθρωποκεντρισμού. ο μεταφυσικός μυστικισμός, έκδηλος στο μονοθεϊστικό αλλά τριαδικό χαρακτήρα της χριστιανικής θρησκείας, επικράτησε σ' αυτή τη σύγκρουση, αφενός με τη δυναμική υποστήριξη των ρωμαϊκών μισθοφορικών στρατευμάτων και αφετέρου με την καταπίεση, αποσιώπηση και, σε πολλές περιπτώσεις, διαστρέβλωση της φιλοσοφίας του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού.
Αποτέλεσμα ήταν να χρειασθεί να φθάσει η ανθρωπότητα στον Kαρτέσιο (Rene Descartes, 1596-1650) για να ανακαλύψει εκ νέου τον χαμένο ορθολογισμό, ο οποίος φαινόταν να έχει εκλείψει με την παρακμή της ελληνικής Αρχαιότητας.